Με βάση τα στοιχεία της πρώτης μελέτης του είδους, που κυκλοφόρησαν στη δημοσιότητα την Τετάρτη (20 Ιανουαρίου), υπολογίστηκε ο αριθμός των πρόωρων θανάτων εξαιτίας των μικροσωματιδίων (PM) και του διοξειδίου του αζώτου (NO2) σε περισσότερες από 1.000 πόλεις σε όλη την Ευρώπη, κατατάσσοντας τις πόλεις από το υψηλότερο έως το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας, λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε χαμηλότερα από τα συνιστώμενα επίπεδα του ΠΟΥ θα μπορούσε να αποτρέψει 51.213 πρόωρους θανάτους ετησίως, ενώ ενισχύοντας τη φιλοδοξία και μειώνοντας πέρα από τα συνιστώμενα επίπεδα τους ρύπους, θα μπορούσαν να αποτραπούν υπερδιπλάσιοι θάνατοι.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι μια σημαντική περιβαλλοντική αιτία ασθενειών και θανάτων σε όλο τον κόσμο, με τις πόλεις να αποτελούν τα κύρια σημεία εστίασης της ρύπανσης και των ασθενειών.
Προηγούμενη έρευνα έχει αξιολογήσει, σε επίπεδο κρατών όμως, τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία που σχετίζονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες έρευνες, η συγκεκριμένη μελέτη χρησιμοποίησε δεδομένα έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση σε υψηλή ανάλυση της τάξης των 250 τετραγωνικών μέτρων, σε αντίθεση με τα 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα, που χρησιμοποιήθηκαν σε προηγούμενες μελέτες, καθώς επίσης και δεδομένα θνησιμότητας για συγκεκριμένες πόλεις.
Η μελέτη ταξινόμησε επίσης τις πόλεις χρησιμοποιώντας βαθμολογία επιβάρυνσης θνησιμότητας με βάση τα ποσοστά θνησιμότητας, το ποσοστό της αποτρέψιμης θνησιμότητας και τα χρόνια ζωής, που χάθηκαν εξαιτίας του κάθε ατμοσφαιρικού ρύπου.
Η Μαδρίτη βρέθηκε να έχει το υψηλότερο φορτίο θνησιμότητας εξαιτίας του ΝΟ2, με 206 εκτιμώμενους θανάτους που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί με βάση τα ανώτερα επίπεδα που έχουν τεθεί από τον ΠΟΥ, ενώ 2.380 θάνατοι θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί στα χαμηλότερα επίπεδα, νούμερα που αντιπροσωπεύουν 0,6% και 7% των ετήσιων θανάτων αντίστοιχα.
Οι μεγαλύτερες πόλεις και οι πρωτεύουσες της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης κατατάχθηκαν στην υψηλότερη θέση σε σχέση με το φορτίο θνησιμότητας εξαιτίας του NO2, συμπεριλαμβανομένης της Αμβέρσας στο Βέλγιο, του Τορίνο στην Ιταλία και του Παρισιού.
Η Μπρέσια, στη βόρεια Ιταλία, είχε τον υψηλότερο δείκτη φόρτου θνησιμότητας PM με 232 δυνητικά αποτρέψιμους θανάτους σε ποσοστά ρύπανσης κάτω από τα ανώτερα επίπεδα του ΠΟΥ και 309 κάτω από τα χαμηλότερα επίπεδα, αντιπροσωπεύοντας το 11% και το 15% των ετήσιων θανάτων αντίστοιχα.
Οι ιταλικές πόλεις Μπέργκαμο και Βιτσέντσα ήταν επίσης στις πέντε πρώτες πόλεις με τις υψηλότερες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, μαζί με την Καρβίνα στην Τσεχική Δημοκρατία και τον Γκορνοσλάσκι στην Πολωνία.
Από την άλλη πλευρά, Σκανδιναβικές πόλεις είχαν τη χαμηλότερη θνησιμότητα λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης τόσο όσον αφορά τα PM όσο και το NO2, με το Tromso στη Νορβηγία να σημειώνει το χαμηλότερο βάρος θνησιμότητας που σχετίζεται με το NO2 και το Ρέικιαβικ στην Ισλανδία να καταγράφει το χαμηλότερο βάρος θνησιμότητας που σχετίζεται με τα PM.
Ο Mark J Nieuwenhuijsen, του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal), και συν-συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε ότι αυτές οι νέες εκτιμήσεις και τα αποτελέσματα στις συγκεκριμένες πόλεις υπογραμμίζουν την «σοβαρή επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στους κατοίκους των πόλεων».
«Η μελέτη αποδεικνύει ότι πολλές πόλεις εξακολουθούν να μην κάνουν αρκετά για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και η διατήρηση της μόλυνσης σε επίπεδα πάνω από τις οδηγίες της ΠΟΥ οδηγούν σε περιττούς θανάτους», είπε, προσθέτοντας, ότι ακόμη και σύμφωνα με τις οδηγίες της ΠΟΥ υπάρχει «μεγάλο βάρος θνησιμότητας καθώς δεν υπάρχει κατώφλι ασφαλούς έκθεσης κάτω από το οποίο η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι αβλαβής, έτσι ώστε αυτό να αντικατοπτρίζεται και στη πολιτική υγείας της τοπικής αυτοδιοίκησης».
Στη μελέτη, το 84% και το 9% του πληθυσμού σε όλες τις πόλεις εκτέθηκαν σε PM και NO2 αντίστοιχα, σε επίπεδα πάνω από αυτά που αναφέρονται τις οδηγίες του ΠΟΥ.
«Ο εντοπισμός των τοπικών διαφορών είναι σημαντικός καθώς δεν λαμβάνονται πάντα υπόψη οι εκτιμήσεις σε εθνικό επίπεδο», πρόσθεσε η Sasha Khomenko, της ISGlobal και συν-συγγραφέας της μελέτης.
«Για παράδειγμα, οι προηγούμενες εκτιμήσεις σε επίπεδο κρατών για την Ιταλία δεν έκριναν ότι είχε το υψηλότερο βάρος θνησιμότητας λόγω έκθεσης σε μικροσωματίδια, αλλά στη μελέτη μας, είδαμε την υψηλότερη θνησιμότητα σε πόλεις της Βόρειας Ιταλίας».
Πρόσθεσε δε, ότι ελπίζει οι τοπικές αρχές να χρησιμοποιούν αυτά τα νέα δεδομένα για να ενημερώσουν και να εφαρμόσουν νέες πολιτικές που επηρεάζουν θετικά την υγεία των κατοίκων της περιοχής τους.
Οι επιστήμονες λένε τώρα ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να ληφθούν υπόψη οι διαφορετικές επιπτώσεις στην υγεία με βάση την περιοχή, την ηλικία, το φύλο και την οικονομική κατάσταση, προκειμένου να δοθεί μια βαθύτερη κατανόηση του ζητήματος και να επιτραπούν πιο στοχοθετημένες πολιτικές δράσεις.
[Δημοσιογραφική επιμέλεια στα Ελληνικά: Ηλίας Παλιαλέξης]