Οι πυρετώδεις διαβουλεύσεις, που διεξήχθησαν τις τελευταίες ημέρες ατύπως και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μεταξύ επιτελών της νέας κυβέρνησης και εκπρόσωπων των εταίρων-δανειστών, είχαν ως στόχο να διερευνηθούν διαθέσεις, να διαπιστωθούν πραγματικές προθέσεις, να αμβλυνθούν αντιθέσεις, ώστε να διαμορφωθεί μια στοιχειώδης ατζέντα για την ουσιαστική διαπραγμάτευση εντός των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τώρα λοιπόν αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων-δανειστών της χώρας υπάρχουν χαώδεις διαφορές και αντιθέσεις.
Η πλευρά των δανειστών επιμένει στην τήρηση των συμφωνηθέντων, στην υλοποίηση όλων των προαπαιτούμενων του Μνημονίου και την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από την τρόϊκα, προκειμένου να εξετασθούν παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης των όρων εξυπηρέτησης του χρέους.
Η κυβέρνηση εκλαμβάνει την ψήφο της 25ης Ιανουαρίου ως λαϊκή εντολή για τερματισμό της λιτότητας και διακοπή του μνημονίου, αρνείται κάθε περαιτέρω συνεργασία με την τρόϊκα, αρνείται την ολοκλήρωση και την επέκτασή του προγράμματος και ζητά άνεση χρόνου, προκειμένου να διαπραγματευτεί σε συνθήκες χρηματοπιστωτικής ασφάλειας μια νέα συμφωνία, που θα έχει στο κέντρο της μια βιώσιμη λύση για το χρέος.
Τις τελευταίες ημέρες πρωτοβουλίες, παρεμβάσεις, διαμεσολαβήσεις, παραινέσεις και προειδοποιήσεις ισχυρών διεθνών παραγόντων αναδεικνύουν σε κυρίαρχο ζητούμενο την αναζήτηση κοινά αποδεκτής και αμοιβαία επωφελούς λύσης, εντός της Ευρωζώνης.
Η αδιαλλαξία όμως με την οποία προσέρχονται στο διάλογο τα δύο μέρη οδηγούν αναπόδραστα σε σύγκρουση. Για να αποφευχθεί μια μοιραία για την Ελλάδα και καταστροφική για την Ευρώπη ρήξη, τώρα είναι η ώρα για αμοιβαίες υποχωρήσεις. Μια βιώσιμη λύση του ελληνικού προβλήματος δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν ενός έντιμου συμβιβασμού.