Η σταδιακή εκταμίευση της δανειακής δόσης των 7,5 δις ευρώ είναι αναμφισβήτητα ένα πολύ θετικό γεγονός για την Ελλάδα, αν και μόνο ένα μικρό μέρος αυτής πρόκειται να διατεθεί στην πραγματική οικονομία και μόνο για αποπληρωμή μέρους των 7 δις οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την προώθηση επενδύσεων όπως στο Ελληνικό, την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, τον νέο αναπτυξιακό νόμο, και την έναρξη της τουριστικής περιόδου, δίνουν σίγουρα μία δυναμική στην ελληνική οικονομία και στέλνουν θετικά μνήματα προς τα έξω. Δε λύνουν ωστόσο το ελληνικό πρόβλημα, και δεν πρόκειται να απελευθερώσουν τη χώρα από το καθεστώς της οικονομικής ασφυξίας. Ταυτόχρονα, σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύεται ότι η Ευρώπη έχει βρει έναν σταθερό βηματισμό στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της παγκόσμιας Τράπεζας η ευρωζώνη πρόκειται να αναπτύσσεται για φέτος και για τον επόμενο χρόνο με ρυθμούς της τάξης του 1,6% ποσοστό κατά τι μικρότερο από τον γενικό μέσο όρο μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών. Φυσικά, στο ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνονται χώρες όπως η Ελλάδα όπου, τουλάχιστον για τη φετινή χρονιά ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υφεσιακός, ενώ ταυτόχρονα σε άλλες είναι αρκετά χαμηλότερος από τον μέσο όρο, όπως π.χ. στην Ιταλία (1,2%). Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι οι ανισότητες μεταξύ των κρατών, αλλά και εντός των κρατών μεταξύ των πολιτών εντείνονται και διευρύνονται.
Δια του λόγου του αληθές, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες 68% των Ιταλών, 66% των παραδοσιακά φιλοευρωπαίων Γάλλων, 59% των Σουηδών, 55% των Βρετανών, 49% των Ολλανδών, ακόμα και το εξαιρετικά υψηλό 38% των Γερμανών εκφράζουν την δυσαρέσκειά τους απέναντι στην οικονομική πολιτική της ΕΕ. Στην Ελλάδα δε, το ποσοστό ανεβαίνει στο δυσθεώρητο ύψος του 92%. Είναι προφανές ότι οι λαοί της Ευρώπης και πολύ περισσότερο οι Έλληνες επιθυμούν και προσδοκούν έναν διαφορετικό δρόμο χάραξης πολιτικής, ο οποίος θα φεύγει πέρα απ΄ τους στενούς μακροοικονομικούς υπολογισμούς, οι οποίοι προφανώς δεν έχουν τον αντίκτυπο που οι πολίτες θα περίμεναν στην καθημερινότητά τους. Η ισόρροπη και δίκαιη βιώσιμη ανάπτυξη, με ιδιαίτερη έμφαση στις πλέον ευάλωτες χώρες και κοινωνικές ομάδες, η ποσοτική χαλάρωση, η εφαρμογή ουσιαστικών και δίκαιων μεταρρυθμίσεων, και η τόνωση της πραγματικής και υγιούς οικονομίας με στόχο την δημιουργία θέσεων εργασίας προς όφελος των Ευρωπαίων πολιτών και επιχειρήσεων είναι μονόδρομος.
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική σε σχέση με την ατολμία της ΕΕ να ανταποκριθεί θαρραλέα στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη-μέλη της. Διατηρώντας και συντηρώντας επί μακρόν μία προκρούστεια λογική σε επίπεδο αυστηρών δημοσιονομικών μεγεθών, τα ποσοστά δυσαρέσκειας των Ευρωπαίων για τις εφαρμοσμένες πολιτικές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, σε μία περίοδο όπου τα φαντάσματα της ανεργίας, του εθνικισμού, των προσφυγικών ρευμάτων, της τρομοκρατίας, αλλά και του δημοκρατικού ελλείμματος αποτελούν πλέον μέρος της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Εάν συνεχιστεί επί μακρόν η δυσαρέσκεια, και παρά τα όποια στατιστικά και λογιστικά δεδομένα η εμβάθυνση, η διεύρυνση και η ουσιαστική ενοποίηση όχι μόνο θα φαντάζουν όνειρα θερινής νυκτός, αλλά θα αρχίσουμε να μιλάμε με βεβαιότητα για πιθανή διάλυση του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Πολλώ δε μάλλον, σε περίπτωση που ξεσπάσε μεσοπρόθεσμα μία νέα κρίση, και όχι απαραίτητα οικονομική.